- ηλεκτροκίνητος
- η , ο [ος , ον ] приводимый в движение электричеством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο κίνητος, χειρο κίνητος] … Dictionary of Greek
ηλεκτροκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό: Σε πολλές χώρες κυκλοφορούν ήδη ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
μητροπολιτικός — ή, ό (ΑΜ μητροπολιτικός, ή, όν) [μητρόπολη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη νεοελλ. φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική… … Dictionary of Greek
σβουράκι — το, Ν [σβούρα] 1. μικρή σβούρα 2. ηλεκτροκίνητος ταχύστροφος δίσκος που χρησιμοποιείται για τη λείανση μωσαϊκών … Dictionary of Greek
τελεσιέζ — το, Ν άκλ. ηλεκτροκίνητος εναέριος αναβατήρας με ατομικά καθίσματα για τη μεταφορά σε βουνοκορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. telesiege] … Dictionary of Greek
τροχιόδρομος — ο όχημα ή συγκρότημα οχημάτων που κινούνται σε σιδηροτροχιές τραμ: Ηλεκτροκίνητος τροχιόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)